- υδατομετρία
- ηη υδρομετρία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδατομετρία — και υδατομέτρηση, η, Ν 1. η υδρομετρία 2. μέθοδος προσδιορισμού τής σκληρότητας τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μετρία*] … Dictionary of Greek
υδατομετρικός — ή, ό, Ν [υδατομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδατομετρία … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
υδρομέτρηση — η 1. μέτρηση υγρού, και κυρίως του νερού, σε ροή από αγωγό στη μονάδα του χρόνου, υδατομέτρηση. 2. μέθοδος προσδιορισμού της σκληρότητας του νερού, υδατομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)